- πυργοδέσποινα
- η, Ν1. ιδιοκτήτρια μεγαλοπρεπούς κτηρίου2. η σύζυγος τού πυργοδεσπότη.[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + δέσποινα. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην Αικ. Ζάρκου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
πυργοδεσπότης — ο θηλ. πυργοδέσποινα ο ιδιοκτήτης φεουδαρχικού πύργου του μεσαίωνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)